-
1 κατανεμω
(aor.: med. κατενειμάμην - pass. κατενεμήθην)1) разделять, расчленять, разбивать(τοὺς δήμους εἰς τὰς δέκα φυλάς Her.; τέν νῆσον δέκα μέρη Plat.; τὸ στράτευμα δώδεκα μέρη Xen.; τὸ πλῆθος ἐν συσσιτίοις Arst.)
; med. разделять между собой(γῆν πᾶσαν Plat.)
2) выделять, причислять, назначать(τινὰ εἰς τέν προσήκουσαν τάξιν Aeschin.)
κ. θέαν τινί Dem. — отводить кому-л. место на зрелище3) распределять под выпас, раздавать для пастьбы(τέν χώρην Αἰγυπτίοισι Her.; ἱερὰν χώραν βοσκήμασι Dem.)
; захватывать под пастбища, стравливать скоту(τέν χώραν τινός Isocr.)
4) med. ( о скоте) объедать, стравливать(χώραν Babr.)
5) med.-pass. перен. (о болезнях) пожирать, распространяться(νόσος κατανεμηθεῖσα τοῦ σώματος или τὸ σῶμα Plut.)
-
2 κατα-νέμω
κατα-νέμω (s. νέμω), 1) vertheilen, austheilen; τοὺς δήμους κατένεμε ἐς τὰς δέκα φυλάς Her. 5, 69; τὴν νῆσον δέκα μέρη κατανείμας, in zehn Theile vertheilend, Plat. Critia. 113 e, wie τὸ στράτευμα κατένειμε δώδεκα μέρη Xen. Cyr. 7, 5, 13; auch med., κατενείμαντο γῆν πᾶσαν Plat. Critia. 113 b, sie vertheilten unter sich, wie Thuc. 2, 17; – zurechnen, zuschreiben, τινὰ εἰς τὴν προςήκουσαν τάξιν Aesch. 1, 155. 159. – 2) abweiden, τὴν ἱερὰν χώραν βοσκήμασι κατανέμουσι Dem. 18, 154; Sp., D. Hal. 1, 79; auch als depon. pass. gebraucht, τὴν χώραν ἡμῶν κατανενέμηνται καὶ τὴν πόλιν κατεσκάφασι Isocr. 14, 7, λέοντα κατανεμηϑέντα τὴν Λιβύην Ath. XV, 677 e; ἀλφοῦ κατανεμηϑέντος τὸ σῶμα Plut. Artax. 23.
-
3 κατανέμω
A distribute, allot, freq. of pasture land,κ. Χώρην τισί Hdt. 2.109
, cf. Isoc.3.28;τὴν ὀργάδα D.H.1.79
, etc.;θέαν τινί D.18.28
.2 distribute, divide into portions, δέκα<Χα> δὲ καὶ τοὺς δήμους κατένειμε ἐς τὰς φυλάς distributed or apportioned them in ten groups among the tribes, Hdt.5.69, cf. Decr. ap. D.59.104: without Prep.,τὸ στράτευμα κατένειμε δώδεκα μέρη X.Cyr.7.5.13
; τὴν νῆσον δέκα μέρη κ. Pl.Criti. 113e; of a single person, κ. τινὰ εἰς τὴν τάξιν assign him to his post, Aeschin.1.155:—[voice] Pass.,δεῖ τὸ πλῆθος ἐν συσσιτίοις κατανενεμῆσθαι Arist.Pol. 1331a20
.3 graze, (ii A.D.); occupy grazing land, PHib.1.52.3 (iii B.C.); of shepherds, pasture, [ πρόβατα] Eust.212.39.II [voice] Med., divide among themselves, Th.2.17, Pl.R. 547b.2 with [tense] aor. and [tense] pf. [voice] Pass., occupy, overrun, esp. with cattle, feed or graze land,τὴν Χώραν ἡμῶν -νενέμηνται Isoc.14.7
, cf. ib.20 (also in [voice] Act., βοσκήμασι κ. [ τὴν Χώραν] Decr. ap. D.18.154);γέρανοι -ενέμοντο Χώρην Babr. 26.1
: hence, plunder, ravage,πᾶσαν τὴν Λιβύην Ath.15.677e
.3 metaph., of a plague, ; ἀλφὸς κ. τὸ σῶμα spreads over, Plu.Art.23; so of fire, spread,εἰς τὰς πρώτας σκηνάς Plb.14.4.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατανέμω
См. также в других словарях:
κατανέμω — (AM κατανέμω) 1. διαιρώ κάτι σε μέρη ή ομάδες («δέκα δὲ καὶ τοὺς δήμους κατένειμε ἐς τὰς φυλάς», Ηρόδ.) 2. διανέμω, διαμοιράζω (α. «κατένειμε τήν περιουσία του στα παιδιά του» β. «κατανεῑμαι δὲ τὴν χώρην Αἰιγυπτίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. βόσκω… … Dictionary of Greek